- ἀπειλαί
- ἀπειλήboastful promisesfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
σφριαί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπειλαί, ὀργαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σφρίγος, σφριγῶ με υστερογενή σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek